- αμάνιωτος
- η , ο не пришедший в ярость, спокойный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμάνιωτος — η, ο [μανιώνω] αυτός που δεν μάνιωσε, που δεν κατέχεται από οργή … Dictionary of Greek